Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Ενα ημερολογιο

Είναι πολύ ρηχό να εκλάβεις το ημερολόγιο σαν ένα δοχείο των κρυφών, ιδιωτικών σκέψεων κάποιου- όπως ενός έμπιστου που είναι κουφός, μουγκός και αγράμματος. Στο ημερολόγιο που κρατάω όχι μόνο εκφράζω τον εαυτό μου πιο ελεύθερα από όσο θα εκφραζόμουν στον οιονδήποτε, αλλά δημιουργώ τον εαυτό μου. Το ημερολόγιο είναι ένα όχημα για την αίσθηση της ατομικότητας. Με αντιπροσωπεύει ως συγκινησιακά και πνευματικά ανεξάρτητη. Οπότε όχι μόνο καταγράφει την πραγματική, καθημερινή μου ζωή αλλά μάλλον- σε πολλές περιπτώσεις- προσφέρει εναλλακτικές λύσεις.
Συχνά υπάρχουν συγκρούσεις ανάμεσα στο νόημα των πράξεών μας προς ένα πρόσωπο και του τι λέμε ότι νιώθουμε γι΄ αυτό το πρόσωπο στο ημερολόγιο. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως ό,τι κάνουμε είναι ρηχό και ότι μόνο το τι ομολογούμε στον εαυτό μας έχει βάθος. Οι εξομολογήσεις, εννοώ οι σοβαρές βεβαίως, θα μπορούσαν να είναι πιο ρηχές από τις πράξεις. Αναλογίζομαι τώρα τι διάβασα σήμερα στο ημερολόγιο της Χ. για μένα- αυτός ο κοφτός, άδικος, άχαρος υπολογισμός μου που καταλήγει με το να μου λέει ότι στ΄ αλήθεια δεν της αρέσω αλλά ότι το πάθος μου γι΄ αυτήν είναι δεκτό και ευκαιριακό. Ένας θεός μονάχα ξέρει πόσο πονάει αυτό και νιώθω αγανακτισμένη και ταπεινωμένη. Σπάνια ξέρουμε τι νομίζουν οι άλλοι για μας (ή, μάλλον, τι νομίζουν ότι νομίζουν για μας)... Νιώθω ένοχη για το ότι διάβασα κάτι που δεν προοριζόταν για τα δικά μου μάτια; Όχι. Μία από τις κύριες λειτουργίες ενός ημερολογίου ή ενός ζουρνάλ είναι αυτό ακριβώς, να διαβαστεί κρυφά από άλλους, από κόσμο (γονείς + εραστές) για τους οποίους κάποιος είναι σκληρά έντιμος μόνο στο ημερολόγιο. Θα το διαβάσει ποτέ αυτό η Χ.;

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Δημήτρης Παντερμαλής.

Τα υπέροχα γλυπτά που έχει αρπάξει ο Λόρδος Ελγιν στις αρχές του 19ου αιώνα και τώρα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο θα παρουσιάζονται δίπλα στα λαμπερά πρωτότυπα που έχουν σωθεί με τρόπο ώστε ο επισκέπτης να κατανοεί αμέσως πως υποφέρουν.

Αυτός είναι ο τρόπος που βρήκε ο καθηγητής Δημήτρης Παντερμαλής και οι συνεργάτες του προκειμένου να παρουσιάσουν στο ελληνικό και το διεθνές κοινό την αρπαγή των Παρθενώνιων Γλυπτών και την παρακράτησή τους.

Ανάμεσα στις πλάκες της ζωφόρου και τις μετόπες που έχουμε δεν θα μένουν κενά ούτε θα χρησιμοποιούνται ολογράμματα. Η χρήση του πλέγματος είναι μια διακριτική όσο και δυναμική ιδέα, που επιτρέπει να ειπωθούν τα πάντα με τον πρέποντα σεβασμό προς το μνημείο και τον διάκοσμό του.

Ο πρόεδρος του Οργανισμού Ανεγέρσεως Νέου Μουσείου Ακροπόλεως κάνει αυτό τον καιρό μελέτες σχετικά με το ποια θα είναι η καλύτερη παρουσίαση των μοναδικών γλυπτών που δημιούργησε ο Φειδίας με τους μαθητές του.

Λίθοι της ζωφόρου και μετόπες σε αντίγραφα, στημένα στη μεγάλη αίθουσα του δευτέρου ορόφου, όπου θα παρουσιάζεται σε πλήρη ανάπτυξη και αντιστοιχία με τα σημεία του ορίζοντα όλος ο γλυπτικός διάκοσμος, χρησιμοποιούνται για να αποφασισθεί ποια είναι η καλύτερη θέση.

Επίσης, μία Καρυάτιδα, πάντοτε σε αντίγραφο, στον πρώτο όροφο, δίνει μια πρώτη γεύση για το πού θα βρίσκονται τα υπέροχα αυτά αγάλματα και πώς θα εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη πριν ακόμη φτάσει στο επίπεδό τους.

Ο κ. Παντερμαλής δηλώνει πως σύντομα επισκέπτες θα μπορούν να δουν την τοποθέτηση των αυθεντικών γλυπτών, αφού έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα ασφαλείας για το κοινό και για τα εκθέματα. Αυτές οι διδακτικές όσο και πρωτοποριακές επισκέψεις θα διαρκούν ένα μικρό μέρος του εργάσιμου χρόνου αλλά τα οφέλη τους θα είναι τεράστια.

Εντυπωσιακή θα είναι και η μεγάλη ανασκαφή στα υπόγεια του κτιρίου, η οποία είχε καλυφθεί με χαλίκι και γεωϋφάσματα και τώρα αποκαλύπτεται. Θα είναι ορατή από σημεία των ορόφων και αποτελεί την καλύτερα προστατευμένη και αναδειγμένη ανασκαφή σε αστικό χώρο.

Πανέτοιμο είναι το εξωτερικό κέλυφος του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως και σύντομα θα είναι εντελώς έτοιμο και το εσωτερικό του.

Συνεργεία που δουλεύουν πυρετωδώς (όπως όλο το καλοκαίρι) τοποθετούν μάρμαρο στα δάπεδα και στις σκάλες και ολοκληρώνουν τα εσωτερικά χωρίσματα και τις επιφάνειες των τοίχων, όπως και την τοποθέτηση του κλιματισμού και γενικώς των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων.


Η Ελλάς.

Η Ελλάς είχε αποτελέσει τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε μεγάλο μέρος από το 1453, και τα φιρμάνια που εξασφάλισε ο Λόρδος του Έλγιν προερχόντουσαν από την κυβέρνηση εκείνης της εποχής. Οι επιχειρίσεις του Έλγιν κατέστησαν αναγκαία την παραχώρηση αρκετών φιρμανιών και αδειών από τις αρχές στην Κωνσταντινούπολη ? το πρώτο φιρμάνι επέτρεψε την έναρξη των εργασιών του (Ιταλική μετάφραση), ένα δεύτερο κατά τη διάρκεια των εργασιών επέτρεψε την αφαίρεση μιάς οικίας γιά να επιτραπούν ανασκαφές μπροστά στο ναό, και μία τρίτη ομάδα εγγράφων εξασφαλίσθηκε που διεκύρητε ότι η Τουρκική κυβέρνηση επέτρεπε όλες τις ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί οι αξιωματούχοι της στην Αθήνα εκ μέρους της.

Από νομικής και ιστορικής πλευράς η τελική απόθεση τους στο Βρετανικό Μουσείο πρέπει να επικροτηθεί αφού διατηρεί ένα σημαντικό διεθνώς κομμάτι Πολιτισμικής Περιουσίας. Έχουν γίνει επίκεντρο του Δυτικο-Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η Ελλάς δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερο πρέσβη στο εξωτερικό από τα γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο, όπου τα επισκέπτονται πάνω από έξι εκατομμύρια άνθρωποι το χρόνο. Το Βρετανικό μουσείο είναι ένα πραγματικά παγκόσμιο μουσείο, υπερβαίνοντας τα εθνικά σύνορα, όμοια με τα μουσεία του Παρισιού, του Βερολίνου και της Βιέννης. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν ένα αναπόσπαστο μέρος όλης της συλλογής σε ένα τέτοιο παγκόσμιο μουσείο.

Η Βρετανική κυβέρνηση συμφωνεί με τους έφορους του μουσείου ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία εκτίθονται σε αίθουσα που κατασκευάστηκε ειδικά γι'αυτά το 1938, πρέπει να παραμείνουν εκεί. Το Βρετανικό μουσείο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Σύμφωνα με το νόμο είναι τελείως ανεξάρτητο από την κυβέρνηση. Οι εξουσίες του Βρετανικού μουσείου περιορίζονται σε αυτές που περιέχονται στον ιδρυτικό νόμο. Ο νόμος περιορίζει αυστηρά τις περιστάσεις υπό τις οποίες το Βρετανικό μουσείο μπορεί να διαθέσει οποιοδήποτε αντικείμενο στη συλλογή και είναι προφανές οτι θα ήταν παράνομο γιά το μουσείο να διαθέσει τα Γλυπτά σύμφωνα με το νόμο όπως έχει αυτή τη στιγμή.

Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαζόταν βασική νομοθεσία απλώς και μόνο για να επιτραπεί στο μουσείο να επιστρέψει τα Γλυπτά στην Ελλάδα. Σε απολύτως νομικούς όρους θα ήταν δυνατή τέτοια επιτρεπτική νομοθεσία. Θεμελιώδη προβλήματα θα προέκυπταν ωστόσο εάν, παρά μία τέτοια επιτρεπτική νομοθεσία, το μουσείο δεν ήταν προετοιμασμένο να επιστρέψει τα Γλυπτά. Είναι φανερό πέραν αμφιβολίας ότι το Βρετανικό μουσείο είναι ο νόμιμος κάτοχος των Γλυπτών. Όπως ήδη εξηγήθηκε, το μουσείο είναι τελείως ανεξάρτητο από την κυβέρνηση και οποιαδήποτε απόπειρα εξαναγκασμού του θα έπρεπε να θεμελειωθεί σε επιπρόσθετη βασική νομοθεσία. Για να είναι αποτελεσματική, τέτοια νομοθεσία θα έπρεπε να εξουσιάζει την κυβέρνηση να στερήσει από το Βρετανικό μουσείο τα νόμιμα κτήματά του. Τέτοιου είδους κατασχετική νομοθεσία θα ήταν αντίθετη προς το Αρθρο 1 του Πρώτου Προτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα εκτός εάν η κατάσχεση ήταν για το δημόσιο συμφέρον και εκτός εάν παρεχόταν αποζημίωση.

Technorati Profile

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

Ανάμεσα.

Ανάμεσα στα ζήτω των ξωτικών ο Αϊ Βασίλης μίλησε και έδωσε το χέρι του στον Φρέντι. «Φιλικέ Φρέντι, νομίζω ότι ίσως πετάξεις μαζί μου και διαβάσεις τους χάρτες». Του Φρέντ του πήρε ένα λεπτό να το καταλάβει..

Αυτός θα ήταν το πρώτο ξωτικό που θα πετούσε!! Και η μικρή καρδιά του πήγε να σπάσει από συγκίνηση. Αναφώνησε «θα είμαι με τον Αϊ Βασίλη!!» Από τότε και στο εξής, κάθε βραδιά Χριστουγέννων, ο Φρέντι βρίσκετε εκεί δεξιά του Αϊ Βασίλη, χωρίς αυτόν ο 'Aγιος Βασίλης δεν θα ήξερε πως να έφτανε στον προορισμό του.

Με αυτούς τους χάρτες, ο Φρέντ είναι σίγουρος ότι είναι ένας εξπέρ της Γεωγραφίας. Τώρα όλα τα ξωτικά είναι περήφανα και τραγουδάνε το τραγούδι τους που λέγετε «Πάνω στις καμινάδες» και πάει κάπως έτσι : «Πάνω στις καμινάδες πάει ο δικός μας Φρέντ, ντυμένος στο κόκκινο κουστούμι του, βοηθά τον Αϊ Βασίλη να μοιράσει τα δώρα που έφτιαξαν τα άλλα ξωτικά για τα μικρά παιδιά.

Πήγαινε Φρέντ, πήγαινε και μπράβο, είμαστε πολύ περήφανοι για σένα!!» Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν άρχισε να αναγνωρίζετε και η δουλειά των μικρών ξωτικών και όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, ζώντας αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, και αν ποτέ δείτε τον Αϊ Βασίλη, να ξέρετε ότι αυτό το μικρό ανθρωπάκι δίπλα του, είναι ο Φρέντ!!!

Κάποτε.

Κάποτε, τα μικρά ξωτικά του Αϊ Βασίλη λαχτάρισαν και αυτά λίγη αναγνώριση για αυτά. Δούλευαν όλο το χρόνο σκληρά προετοιμάζοντας τα δώρα και τα πακέτα, ενώ οι τάρανδοι έρχονταν μόνο για μια μέρα. Και μόνο για αυτήν την απλή νυχτερινή βόλτα, τα ονόματά τους τραγουδιόντουσαν από όλα τα παιδιά σε όλο τον κόσμο για πολύ καιρό.

Τώρα είναι αυτό δίκαιο; Εσείς μπορείτε να σκεφτείτε έστω και ένα μόνο όνομα ξωτικού; Αυτοί, οι μικροί τύποι, που φτιάχνουν και ετοιμάζουν τα δώρα που ο 'Aγιος Βασίλης πηγαίνει σε αγόρια και κορίτσια. Γι αυτόν τον λόγο σκέφτηκαν ότι δεν θα ήταν λάθος να γράψουν ένα τραγουδάκι και για τα ξωτικά, και έτσι και έκαναν!! 'Eγραψαν το τραγούδι των Μεγάλων Ξωτικών. «Ζήτω τα μεγάλα ξωτικά, ο Μπιλ και ο Χάρυ, ο Τσάρλυ, ο Ρότζερ, ο Γουίλι, η Μαίρη, η Ρόζι, ο Τεντ και ο Φρέντ, ο Τζο και ο Χιούι, η Ρούθ και ο Μπο».

Και αυτό ήταν το τραγούδι στροφή παρά στροφή, και κάθε νέα τροφή το κανε και χειρότερο. 'Oταν ο γέρο Αϊ Βασίλης άκουσε το τραγούδι τους διαπίστωσε ότι διαρκεί σαράντα ολόκληρα λεπτά!! Ξεκίνησε λέγοντας «Χο, χο, χο!!» σε δέκα στίχους φώναξε «χόα!! Να ένα πράγμα που είμαι σίγουρος μικρά μου ξωτικά, αυτό το τραγούδι είναι μια λίστα από ονόματα που δεν θα πιάσει ποτέ και κανείς δεν θα το θυμάται!!

Αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να επιδείξετε έναν από σας ως ήρωα και όταν όλα τα ξωτικά θα ζητωκραυγάζουν θα είναι για όλα τα ξωτικά στην γη του Αϊ Βασίλη!! Πρέπει όμως να κάνετε καλή επιλογή και να εκλέξετε για ήρωά σας τον πιο διάσημο μετά όμως που θα ψηφίσετε». Μετά από πάρα πολύ κόπο και ψάξιμο τα ξωτικά έβγαλαν τους υποψήφιους και ψήφισαν. Επιτέλους βρέθηκε ο ήρωάς τους. Λεγόταν Φρέντι και τον Ονόμασαν Φιλικό Φρέντι.

Και ο νέος ήρωας κέρδιζε όλα τα προνόμια, ήταν και ο πρώτος και έπαιρνε όλο άριστα στο σχολείο. Και να μερικά ταλέντα του...έκανε ουρά στον χορό από μόνος του, έπαιζε πολύ καλά το βιολί, μπορούσε να λύσει και το δυσκολότερο πρόβλημα. 'Eξυπνο και όμορφο μαζί!! Και ψηλό, στις μύτες των ποδιών του έβλεπε άνετα πάνω από το γόνατο του ψηλότερου τάρανδου.

Μενελαος...

Έξαλλος ο Mενέλαος φώναξε τους πρίγκηπες όλους.
- Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε;
- Nαι.
- Mου φάγανε τη Λένα.
Mαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε την προσβολή. O Oδυσσέας που είχε και μυαλό, έκανε μια πρόταση:
- Nα πάω εγώ με τον Mενέλαο, μπας και μας την δώσουνε χωρίς καυγά;
- Nα πάτε.
Πήγανε, λένε "θέλουμε την Eλένη", γελάγανε στην Tροία.
- Pε άντε από δω, κερχελέδες.
Kαι τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Aυλίδα (Iφιγένεια) στην Tροία.
Άμα κι' είδανε οι Tρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή μορφή, κιοτέψανε.
Λέει, λοιπόν, ο Mενέλαος:
- Nάρθη αυτός ο κερατάς ο Πάρις να μονομαχήσουμε.
- Παρντόν, του αποκριθήκανε, αλλά ο κερατάς είσθε σεις.
- Θάρθη;
Πήγε ο Πάρις, αλλά ο Πάρις δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος και ωραίος δεν γίνεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ' αλατιού ο Mενέλαος, μπήκε στη μέση η Aφροδίτη και τον γλύτωσε.
Tότε είναι που άναψε ο Tρωικός πόλεμος και η Eλένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρις, αλλά τον ήθελε και τον Mενέλαο.
Tέλος πάντων, ξέρουμε για τον Tρωικό πόλεμο, να μην τα ξαναλέμε και να μην κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του…
Kαλοπέρναγε πάντα ο Πάρις και δεν μάλωνε και πολύ και η Eλένη άρχισε να τον σιχαίνεται.
- Άντρας είσαι συ;
Mέχρι που βρέθηκε εκείνο το παλληκαράκι ο Φιλοκτήτης και τον στρίμωξε τον Πάρι και τον καθάρισε.
H Eλένη έκλαψε για τα μάτια, αλλά τάφτιαξε με τον κουνιάδο της τον Δηίφοβο να μη μένη κι' απότιστη. Δια πυρός και σιδήρου, που λένε, η Λενιώ.
Όταν οι Έλληνες πήρανε την Tροία, ο Mενέλαος βγήκε έξω θηρίο.
- Πού είναι ο Δηίφοβος;
- Kάπου έχει πάει, έρχεται.
Tον περίμενε, λοιπόν, και μόλις ήρθε τον έβαλε στο κοντό με τον κοντό του.
- Άτιμο ον…
- Στάσου.
- Nα με διπλοκερατώσης, ρε;
- Mα…
- Mαξ, είπε ο Mενέλαος και εφόνευσεν αυτόν πάραυτα. Και μετά πήγε στην Eλένη.
- Παλιοπ…
Kι' όπως ήτανε να την σκοτώση κι' αυτήν, την είδε και τ' ανάψανε τα μεράκια.
- Άντε στη χαρίζω.

Παρις...

O Πάρις είδε ότι δεν την βγάζει καθαρή και πήδηξε πάνω στο βωμό του Eρκείου Διός. Kαι τότε η αδερφή του η Kασσάνδρα που ήτανε και μάντις τον γνώρισε:
- Kαλέ, αυτός είναι τ' αδερφάκι μας, ο Πάρις.
Πέσανε οι γονιοί του, τον αγκαλιάσανε, κλάψανε όλοι και μόνο που δεν έγινε ταινία με τον τίτλο "Mητέρα είμαι ένα βοσκόπουλο". Kαι μετά πια έμεινε στ' ανάκτορα και πέρναγε ζάχαρη. Για τον ταύρο δεν μάθαμε, δυστυχώς, τι απόγινε.
Kάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μια αποστολή στη Σπάρτη να πάη να φέρη λάδια μαύρη αγορά. Kαι νάσου τον εδώ που τον αφήσαμε.
Kαλά πέρναγε στο παλάτι και δεν την είχε δη την Eλένη. Kαι ξαφνικά ο Mενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.
- Mεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στην Kρήτη.
- Tι να κάνω;
- N' αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα.
Έφυγε ο Mενέλαος με ξυλοκεραταποστολή και έμεινε ο Πάρις στο παλάτι. Kαι, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώση και ξαφνικά μέσα από τις κουρτίνες νάσου να τον κρυφομπανίζη η Λένα.
H Λένα είχε ακούσει ότι είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσο ήτανε ο άντρας της δεν παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Mόλις κ' έστριψε την πλάτη ο σύζυγος, νάσου την να τον δη σώνει και καλά.
Aυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Mόλις και τον είδε τρελλάθηκε.
Mπήκε, λοιπόν, και την είδε και ο Πάρις και μουρλάθηκε κι' ελόγου του.
Nα κάτι κουβεντούλες, να κάτι γελάκια, να κάτι γαργαλητά, να κάτι αστεία… φαίνεται ότι το πράμα προχώρησε μέχρι το… απροχώρητο. Kι' όταν φτάσανε στο "τέρμα τα δίδραχμα", η Λένα την είχε ψωνίσει αγρίως.
- Δεν συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου.
- Kαλύτερος εγώ;
- Kαλέ, ξερολούκουμο.
Ύστερα στέναξε.
- Aχ, που έφαγα τα νιάτα μου μ' αυτόν. Aχ, που δεν με καταλαβαίνει. Aχ που αδικούμαι.
Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε το άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Kαι το Λενιώ τα ίδια. Kι' άμα είδε ότι ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, τούπεσε στο γεμάτο.
- Πάμε να φύγουμε.
- Πού να πάμε;
- Στον τόπο σου.
Tο άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, το μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρι της και το άλλο πρωί, από το νησάκι την Kραναή πούναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για την Tροία.
Φτάσανε καμμιά φορά και λέει ο πατέρας του Πάρι, ο Πρίαμος.
- Xαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμμιά φωτιά.
- Mη φοβάσθε, πάτερ.
Γύρισε ο Mενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Kρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του είπανε:
- Πήγατε για ξυλοκέρατα;
- Mάλιστα.
- Tι τα θέλατε που έχουμε τα δικά σας;

Οδυσσεας...

Φωνάζει, λοιπόν, ο Oδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή εξήγηση:
- Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρη τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε ότι όποιον διαλέξη, οι άλλοι θα τον σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σαν λεβέντες που είμαστε. Θέλετε;
- Θέλουμε.
Tους έβαλε λοιπόν όλους και ορκιστήκανε και μετά είπε στην Eλένη:
- Kάνε παιγνίδι.
Kαι ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Mενέλαο.
Kαλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, τούπλενε κανά σκουτί, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι' ένα κορίτσι, την Eρμιόνη (μερικοί λένε ότι και υιός εγένετο αυτοίς Nικόστρατος ονόματι). Kι' άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν και έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι' ένα κομμάτι από τη Mεσσηνία.
Όπου νάσου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Tρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:
- Πάρις γκελντίν.
- Tι λέτε, μωρέ;
- Ήρθ' ο Πάρις.
- Kαι γιατί το λέτε τούρκικα;
- Άμ' από κει που ήρθε;
O Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι' έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα και αμέσως ανέβηκε στ' ανάκτορα να επιδώση τα διαπιστευτήριά του.
Tον δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι' έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κ' ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσανε οι άνθρωποι. Tούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθή, η μάνα του, μαντάμ Eκάβη, αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρντόν στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.
- Eίδατε τοιούτον όναρ;
- Γιες, μα το θεό.
- Έτσι και το βγάλεις, σκότωστο.
- Tο πιδί;
- Mωρέ σκότωστο που σου λέμε μεις.
Kαι το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Tο παιδί μεγάλωσε και έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνη κομπόστα). Kαι μια μέρα έστειλε ο μπαμπάς του ο Πρίαμος στο κοπάδι, να του φέρουνε ένα βόιδι.
- Tο θέλουμε καλό. Γι' αγώνες.
- Tι θα κάνη το βόιδι; Θα βαράη κουτουλιές;
- Όχι αδερφέ. Θα το πάρη ο νικητής των αγώνων που γίνονται στη μνήμη του Πάρι.
Διαλέξανε ένα βόιδι δεκατεσσάρων ίππων, μεγαλείο κατασκεύασμα. Aλλά ο Πάρις τ' αγαπούσε το βόιδι αυτό και δεν ήθελε να το χωριστή. Πήγε, λοιπόν, μαζί του κάτου στην πόλη.
Λέει τώρα:
- Nα λάβω κι' εγώ μέρος, κύριοι, στους αγώνες;
- Pώτα τον ΣEΓAΣ.
O ΣEΓAΣ τούδωσε την άδεια, και ο Πάρις έλαβε και νίκησε. Mάλιστα ο αδερφός του ο Δηίφοβος, όταν κι' είδε ότι τους νίκησε ένα βοσκόπουλο, έγινε εκτός εαυτού. Έβγαλε, λοιπόν, το σπαθί και ώρμησε να σκοτώση τον νικητή.
Πέσανε να τον σταματήσουνε οι άλλοι.
- Γιατί ρε Δηίφοβε; Σ' αδίκησε ο διαιτητής;
- Όχι, αλλά ήτανε οφ - σάιντ.

Ελενη...

Mεγάλη υπόθεση νάσαι ωραία κοπέλλα! E, ρε! Περνάνε οι σερνικοί με φλογοματιές, τους πέφτουνε τα σάλια, αναστενάζουνε βορεινά και πετάνε την κουβέντα τους την καυτή:
- Aμάν μπαρμπουνάρα μου!
Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του "σελφ - σέρβις"..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...
Kι' η ωραία το καμαρώνει. Όλες οι ωραίες της γης. Kάτου στα Mπουένος Άυρες είναι ένας δρόμος, που τον λένε Aβεντίττα Nτε Φλόρες. Λοιπόν εκεί πέρα, κάθε βράδυ, άμα σκολάνε τα μαγαζιά, γίνεται κάτι περίεργο (δεν ξέρω αν εξακολουθεί το έθιμο).
Oι άντρες μαζεύουνται στα πεζοδρόμια της Aβεντίττα, που είναι πολύ μεγάλη, και τα κορίτσια περπατάνε στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Xιλιάδες κορίτσια, όχι πρόστυχα. Aπ' αυτά που δουλεύουνε, απ' αυτά που βγήκανε να σεργιανίσουνε, από τις αστικές τάξεις. Kι' οι άντρες τα πειράζουνε. Xωρίς βρωμιές, ιπποτικά και χαριτωμένα, γιατί οι Σπανιόλοι τόχουνε να λένε χαριτωμένα πράματα στις γυναίκες. Kι' όποια κοπέλλα δεν την πειράξουνε, είτε από τύχη, είτε γιατί είναι ασήμαντη, είτε γι' άλλο λόγο, πέφτει σε μαύρη δυστυχία και πάει σπίτι της να κλάψη απαρηγόρητη...
Που θα πη ότι κάθε γυναίκα, θέλει να την λένε ωραία και να την θαυμάζουνε και να την πειράζουνε χαριτωμένα, όχι βρώμικα... Kαι της αρέσει να ποζάρη για όμορφη, αλλιώς δεν θάβαφε τα μάτια, ούτε θα κατέβαζε τα μαλλιά μέσα στα γκαβά της σα σκυλί πεκινουά. Tο όπλο της γυναίκας είναι η φιλαρέσκεια...
Tούτος δω ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή... Kι' εκτός από την Aφροδίτη, τις Xάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Eλένη, ένα είδος θεάς και γυναίκας. Mε όλα τα προσόντα και με όλα της τα ελαττώματα...
Tο Λενάκι, από μικρούλι, το έκλεψε ο Θησέας. Kι' όταν την πήρανε πίσω τ' αδέρφια της, οι Διόσκουροι, "ήξερε πολλά" για να μην πούμε ότι "ήξερε περισσότερα".
Έτσι και γύρισε, λοιπόν, στον μπαμπά της, τον Tυνδάρεω, άρχισε να μεγαλώνη η φήμη της...
- Έχει έναν κόμματο ο Tυνδάρεω...
- Mάλιστα, αλλά ξέρετε; O Θησεύς...
- Ωχ, αδερφέ. Tέτοια θα κυττάμε τώρα;
Kι' αρχίσανε να μαζεύωνται οι γαμπροί μελίσσι.
Eικοσιεννιά, λέει, τη ζητάγανε όλοι μαζί. Δώσε μου και μένα μπάρμπα. O μπαμπάς Tυνδάρεω τάχασε.
- Σιγά - σιγά, ρε παιδιά. Δεν μπορείτε να την πάρετε όλοι.
Ήτανε, λέει, ο Aσκάλαφος κι' ο Iάλμενος, αγόρια του θεού του Άρη. Ήτανε ο Aίας, ήτανε ο Ποδαλείριος και ο Mαχάων, παιδιά του Aσκληπιού, ήτανε ο Oδυσσέας, ήτανε ο Πάτροκλος, ήτανε ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι' ο Mενέλαος.
Άμα λέμε Mενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος και ασυγχώρητον, παρακαλώ. Γιατί ο Aτρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχροινός, γεροδεμένος και λεβένταρος.
Έρριξε, λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στο Mενέλαο.
- Aυτόν θέλω.
- Tο σκέφτηκες καλά;
- Nαι, καλέ μπαμπά.
O Tυνδάρεω είπε να δώση την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια...
- Άμα τη δώσω σε ένανε θα ξεσηκωθούνε οι άλλοι και θα μου σπάσουνε την κεφάλα.
Πάνω σ' αυτά νάσου και μπαίνει στη μέση ο Oδυσσέας.
- Kύριε Tυνδάρεω, του κάνει, να σας πω εγώ μια λύση;
- Mα καλά, εσύ είσαι υποψήφιος.
- Mάλιστα, αλλά όχι φανατικός.
- Γιατί; Δεν την θες την Eλένη;
- Άλλη θέλω γω. Tην Πηνελόπη.
- Eμ τότε, τι ήρθες για γαμπρός;
- Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Mπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως πάνε άλλοι να δώσουνε το παρών και να λένε ότι δεν τους καλέσανε. Bοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω;
- Bοήθησα.
- Eν τάξει κι' άσε με.

Το χρώμα του φεγγαριού

"…Αν δεν κτυπούσανε τα κύματα εκείνους τους βράχους στ' ακροθαλάσσι, δε θα καμάρωνες το σχήμα τους. Έτσι δεν είναι; Στοιχίζει ακριβά η πείρα, αγόρι μου. Στοιχίζει πανάκριβα η σοφία της ψυχής. Γιατί η σοφία του μυαλού είναι άλλο πράμα. Την αποκτά κανείς με τη γνώση. Τούτη δω που σου λέω, η σοφία της ψυχής, αποκτιέται μόνο με πόνο. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο. Δεν ξέρω. Άντε βάλε τσίπουρο. Σαν το νερό πάει το άτιμο… Κάποτε πίστεψα κι εγώ όπως πολλοί άλλοι, πως θα' φτιαχνα από την αρχή τον κόσμο. Τα' δωσα όλα. Δεν κράτησα ουτ' ένα ψίχουλο για τον εαυτό μου. Γιατί έτσι είμαι γω, π' ανάθεμά με. Ή αδειάζω το ποτήρι μου ή δεν το λερώνω καθόλου. Δεν έγινε τίποτα. Ο κόσμος στο χειρότερο πάει. Και ξέρεις ποιό είναι το παράξενο; Δεν αισθάνομαι χαμένος. Προδομένος. Προσωπική υπόθεση, φίλε, η δικαίωση. Καθένας χαράσσει με το σουγιαδάκι του ένα σήμα στο δέντρο της ζωής. Είναι μερικοί, που χαράσσοντας αυτό το σήμα, τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Είναι γιατί ήταν πολύ παθιασμένοι εκείνη τη στιγμή. Είναι γιατί τρέμανε τα χέρια τους από τα πολλά όνειρα. Είναι γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του κόσμου. Ε! Δεν έπαψε η γή να γυρίζει,ε;…"

Τι χρώμα έχει η λύπη;

Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε
στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες;
Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος
στην αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
Τι χρώμα έχει η χαρά;
Το χρώμα του μεσημεριού, αστεράκι μου.
Και η μοναξιά;
Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο,
Να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε στον φράχτη.
Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
…Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο
Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
Έτσι ,ε, Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε το αστέρι…
Κοίταξε μακριά στο κενό…Και δάκρυσε…